CAT | Blog
«Χάθηκε. Ακούει στο όνομα Ντάφι. 1.000 € αμοιβή», διάβασα στο χαρτί που ήταν καρφιτσωμένο στην κολώνα της γειτονιάς μου, χθες το πρωί.
Μα αυτός είναι ο Ντάφι, φώναξα άθελά μου, κάνοντας τους λιγοστούς πρωινούς διαβάτες να γυρίσουν προς το μέρος μου παραξενευμένοι. Και φυσικά ήταν ο Ντάφι, το καλόγνωμο άσπρο σκυλάκι που μόλις μας έβλεπε έκανε τόσες χαρές. Σηκωνόταν στα πισινά του πόδια και με τα μπροστινά έκανε τέτοιες αστείες κινήσεις χαράς που με έπαιρναν τα γέλια. Την πρώτη φορά γέλασα τόσο αυθόρμητα και δυνατά που η κυρία του με πλησίασε ευγενικά και αρχίσαμε αμέσως τη συζήτηση. Η δική μου, η Κούκη, άρχισε τις διαμαρτυρίες θυμίζοντάς μου πως βγήκαμε για περίπατο και όχι για κουβεντολόι. Γαύγισε θυμωμένη στον Ντάφι, τραβούσε το λουρί να φύγουμε και έδειχνε με κάθε τρόπο τη δυσαρέσκειά της. Μετά συνήθισε τόσο που κουνούσε χαρούμενη και την ουρά της μόλις τον έβλεπε. Έτσι και εγώ ρύθμισα όσο μπορούσα τις ώρες περιπάτου της με αυτές του Ντάφι. Ίσως και γιατί μου άρεσε να ανταλλάζω δυο κουβέντες με την ευγενέστατη κυρία του. Καλύτερη ευκαιρία δεν θα έβρισκα για να γνωρίσω τους ανθρώπους της γειτονιάς, από το να συναντιόμαστε στα δρομάκια και στα κοντινά πάρκα στις καθημερινές μας βόλτες με τα σκυλάκια. Η καλύτερη και ειλικρινέστερη προσέγγιση αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων, μακράν …
Πολύ με λύπησε ότι χάθηκε έτσι ξαφνικά και δεν θέλω να σκέφτομαι την οδύνη της «κυρίας» του. Το έβλεπες ότι τον αγαπούσε πολύ τον σκυλάκο της, ίσως και να ήταν η μόνη ζεστή παρουσία στο πλευρό της. Ποτέ δεν ξέρεις τί κρύβουν πίσω τους κάποιες τέτοιες σχέσεις ανθρώπων με τα κατοικίδιά τους.
Θυμήθηκα το τρυφερό και συγκινητικό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Του σκύλου η ουρά»:
Έχω ακούσει χίλια λόγια
Χαρωπά, λυπητερά,
μα ποτέ καμιά φορά
δε μιλήσανε τα λόγια
σαν του σκύλου την ουρά.
Ανταμώθηκαν ανθρώποι,
κι έχουν κλάψει από χαρά,
μα κανείς καμιά φορά
«Καλωσόρισες δεν είπε,
σαν του σκύλου την ουρά.
Και σε φίλους και σε ξένους
έχω δώσει τη χαρά.
Με ξεχάσαν μια φορά…
Μα πιστός μου μένει ο σκύλος
και σαλεύει την ουρά.
«Ντάφι, σημαίνει ελπίδα, στα γιαπωνέζικα», μου είχε πει στην πρώτη μας συνάντηση και η ελπίδα, λένε, πεθαίνει τελευταία. Μακάρι να βρεθεί ο Ντάφι!
No tags
Πόσα χρόνια είχα να την δοκιμάσω, το όλο σκηνικό δηλαδή … Να περιμένεις αξημέρωτα έξω από το φούρνο στη σειρά για να την πάρεις και ζεστή-ζεστή στο χαρτί, παραμάσχαλα, να την πηγαίνεις στο σπίτι πασχίζοντας με όλες τις δυνάμεις σου να μη ενδώσεις στο πειρασμό να κόψεις έτσι εκεί στην ακρούλα ένα κομματάκι για το δρόμο… Στο τραπέζι περίμενε ο μακεδονικός χαλβάς αμυγδάλου, κομμάτι του μισού κιλού. Δεν βάλαμε στο τραπέζι άλλον, ούτε αυτόν με το κακάο που ήταν φαντασμαγορικός, ούτε τον άλλον με τις προσμίξεις φρούτων και ξηρών καρπών. Μέχρι να γίνει η ταραμοσαλάτα είχε φαγωθεί η μισή λαγάνα.
Στο Βορρά που ζούσα δεν ήξεραν τη λαγάνα και μαζί μ΄αυτή τα ήθη και τα έθιμα της ημέρας. Είχαν τα καρναβάλια τους βέβαια που όμως ποτέ δεν με τράβηξαν. Άλλα συνέδεα εγώ μ΄αυτή τη μέρα που τη λέμε «Καθαρά Δευτέρα». Νοσταλγούσα κάθε χρόνο τη ζεστή λαγάνα από το φούρνο του χωριού μου και την ταραμοσαλάτα της γιαγιάς μου που ακολουθούσε κατά γράμμα τις παραδόσεις από την αρχή της Σαρακοστής.
Μια Καθαρά Δευτέρα όμως της ξεφύγαμε με την αδελφή μου και ακολουθήσαμε την θεία Κατίνα στην Αντίκυρα, το πιο κοντινό ψαροχώρι στην Αράχωβα. Μαζί με τα πρώτα ξαδέρφια μας, τον Γιάννη και την Σοφία, επιβιβαστήκαμε στο φορτηγάκι του θείου και φτάσαμε στον Αι-Σίδηρο, δυτικά της Αντίκυρας. Ο ορμίσκος έρημος, καμιά σχέση με τον σημερινό οικιστικό οργασμό στην περιοχή. Το μικρό ξωκλήσι στην κορυφή του βράχου, μια ζωγραφιά του Κόντογλου, ήταν όπως πάντα ανοιχτό και το άναμμα των καντηλιών μια πράξη κατανυκτική και επιβεβλημένη.
«Από δω ψηλά, που λες ξαδέρφη, πέφτει μακροβούτι η κόρη του Καμπαφλή τα καλοκαίρια!», ο πολύξερος ξάδερφος που όλα τα καλοκαίρια του τα περνούσε εκεί στο σόι της μάνας του.
Μετά την κατάνυξη και υπό την καθοδήγηση της θείας Κατίνας τραβήξαμε στην άλλη άκρη του ορμίσκου, στα βράχια, όπου ήδη μας περίμενε η παρέα, το μισό σόι της δηλαδή. Μας διέταξε να βγάλουμε παπούτσια και κάλτσες και να βουτήξουμε στα κατακάθαρα νερά μέχρι τα γόνατα για αχινούς. Μας έδειξε και ποιους να προτιμάμε, γιατί δεν τρώγονται όλοι, μας προειδοποίησε.
Η αδελφή μου κι εγώ, βουνίσιες από γεννησιμιού μας, κοιταχτήκαμε παράξενα. Τους αχινούς εμείς τους μαζεύαμε θαλασσοδαρμένους και ηλιοκαμένους τα καλοκαίρια στην παραλία για διακόσμηση. Αλλά για μεζέ μαζί με την λαγάνα που είχαμε φέρει μαζί μας, κομμάτι δύσκολο να το φανταστούμε. Μέχρι να το καλοσκεφτούμε η θεία Κατίνα είχε ήδη γεμίσει μια πλαστική σακούλα και μας κάλεσε να κάτσουμε όλοι στα πεντακάθαρα βότσαλα της παραλίας και παίρνοντας έναν-έναν αχινό, καθάριζε με ένα μαχαιράκι ό,τι δεν τρωγόταν και στάζοντας λίγες σταγόνες λεμόνι στο εσωτερικό του, τον προσέφερε μ΄ένα πιρουνάκι στον καθέναν της παρέας, ως τον μεζέ της Σαρακοστής. Δεν παρέλειπε δε να μονολογεί: «Αρή, με τέτοιους μεζέδες, Σαρακοστή νάναι όλο το χρόνο!». Αξέχαστη πρωτόγνωρη γεύση, αξέχαστη θεία Κατίνα και λοιπή παρέα, αξέχαστε «αμόλυντε» Αι-Σίδηρε της δεκαετίας του ’60!
Σήμερα μόνο η ζεστή λαγάνα, ο χαλβάς αμυγδάλου στο τραπέζι και η αδερφή μου στο πατρικό που βρίσκομαι με συνδέει νοσταλγικά με την εποχή εκείνη. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια… Καλή Σαρακοστή!
No tags
Μέρες τώρα έψαχνα μια καλή αρχή για το νέο μου μπλογκ και να που σήμερα ήρθε από μόνη της …σαν τα χιόνια!
Σε ανάρτηση φίλου διάβασα για τον πρέσβη της Νορβηγίας στην Ελλάδα, που βγήκε και καθάριζε το πεζοδρόμιο μπροστά από την πρεσβευτική του κατοικία στην Αθήνα, από τα χιόνια, που ήταν πολλά αυτές τις μέρες. Όπως έχει μάθει από τους γονείς του, ήταν το σχόλιο κάτω από την φωτογραφία.
Χθες βγήκε πρωί-πρωί ο σύζυγός μου με το φτυάρι και προσπαθούσε να ανοίξει το δρόμο μπροστά από το σπίτι μας, που είχε πιάσει μισό μέτρο χιόνι. Παραθέτω αυτούσια την ανάρτηση του συζύγου μου: «Ανοίγοντας έναν διάδρομο από την είσοδο του σπιτιού μου σήμερα ο γείτονας μού υπενθύμισε το μάταιο της όλης υπόθεσης: ’Μέχρι πού θα καθαρίσεις, αφού δρόμος και πεζοδρόμιο είναι γεμάτοι χιόνια … ’. Και ο σύζυγός μου στο καφεδάκι μας μετά : «Μακάρι αυτή τη νοοτροπία του Νορβηγού πρέσβη να είχαν και οι Έλληνες της Ελλάδας, δε θα χρειαζόταν να ανακηρύσσονται “αργίες” οι μέρες μετά τη χιονοθύελλα …».
Στις χώρες του εξωτερικού που ζήσαμε οι χειμώνες ήταν χιονοσκέπαστοι και ατέλειωτοι. Με το που άρχιζε να πέφτει όμως το χιόνι, έβγαιναν οι σύζυγοι και τα παιδιά και καθάριζαν συχνά το χιόνι από το πεζοδρόμιο – πανηγύρι σωστό γινόταν! – μετά ρίχναμε και το αλατάκι έτσι που οι πεζοί να μπορούν να κυκλοφορούν με ασφάλεια. Γιατί αλλοίμονο αν κάποιος πεζός γλιστρούσε και τραυματιζόταν μπροστά στο σπίτι σου, στο πεζοδρόμιο που εσύ όφειλες να είχες καθαρίσει. Τα έξοδα νοσηλείας τα πλήρωνες εσύ από την τσέπη σου!
«Χαλάς την πιάτσα…», προειδοποίησε γραπτώς τον σύζυγό μου λίγο αργότερα ένας καλός φίλος. Για να συνεχίσει φιλικά: «Πού είναι το κράτος; Δυστυχώς εάν δεν καταλάβουμε το ρόλο της προσωπικής ευθύνης και αναγκαστικές αργίες και μνημόνια και capital controls και μια ζωή ψωροκώσταινα θα έχουμε!»
Σκεφτόμουν και κάτι σαν την προσωπική ευθύνη των αρμοδίων, αλλά το άφησα για μένα…
Το περιστατικό αυτό μου έδωσε την αφορμή να ξεκινήσω και πάλι να επικοινωνώ μαζί σας μέσω αυτής εδώ της ιστοσελίδας. Στην ουσία συνεχίζω το παλιό μπλογκ, «From Brussels with Love», απλά σκέφτομαι να του αλλάξω λίγο τον τίτλο: «From Brussels to Athens» με την ίδια αγάπη φυσικά. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου και η Αθήνα η αγαπημένη πόλη, μαζί με την γενέτειρα … Αγάπησα, όμως και όλους τους ξένους τόπους που μας φιλοξένησαν και μας αγκάλιασαν. Λέτε να καταφέρω να βάλλω όλες τις αγάπες μου μαζί στην ίδια σελίδα;
Γυρίσαμε πρόσφατα οικογενειακώς στην Ελλάδα μετά από 42 συναπτά έτη στην ξενιτιά. Άνθρωποι και τόποι έχουν αλλάξει και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να κάνει τις συγκρίσεις την κάθε φορά. Φίλοι και γνωστοί μας ρωτούσαν από την πρώτη στιγμή, αν το σκεφτήκαμε καλά, το να γυρίσουμε δηλαδή μετά από τόσα χρόνια. Όμως εμείς πάντα στο μυαλό μας είχαμε την Ελλάδα και ήταν μια ώριμη απόφαση ο γυρισμός.
Οι στίχοι του Σεφέρη δεν έφευγαν από το μυαλό μου από τότε που γυρίσαμε:
Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
Με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ΄τον τόπο το δικό σου.
…
Γυρεύω το παλιό μου σπίτι …
…
Παλιέ μου φίλε δε μ΄ακούς;
Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
Το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
Κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
Σε λίγο οι φίλοι και οι δικοί σου
Γλυκά να σε καλωσορίσουν.
Και το ζήσαμε κι αυτό! Δικοί και φίλοι μάς καλωσόρισαν γλυκά …
No tags
Πώς να πεις «αντίο» σε μια πόλη στην οποία έζησες τα περισσότερα σχεδόν χρόνια — και τί χρόνια! — της ζωής σου!
Θα μου λείψει η Grand’Place τα Χριστούγεννα και το Métropole στην προ-χριστουγεννιάτικη σαιζόν. Εκεί τελείωνε πάντα η βόλτα μας με ένα ζεστό τσάι, υπέροχα βουτήματα και ένα Kir Royal στο τέλος για τον αποχαιρετισμό.
Θα μου λείψουν οι νυχτερινές βόλτες με το αυτοκίνητο στις μεγάλες λεωφόρους το χειμώνα. Καθώς τα φύλλα έπεφταν από τα δένδρα άφηναν να φαίνονται τα μεγάλα φωτισμένα παράθυρα των αρχοντικών με τα υπέροχα φωτιστικά τους. Σπάνια να βρεις σπίτι με παντζούρια σ’ αυτή την πόλη.
Θα μου λείψουν οι βόλτες στα πάρκα της πόλης και ιδιαίτερα στο δικό μας, στο Tervuren. Τέτοια εποχή τα δέντρα του συναγωνίζονται στα χρώματα του φθινοπώρου. Νωρίς κάποια πρωινά τύχαινα και τα πριγκιπόπουλα με τα ποδήλατά τους. Σε άλλες εποχές θα ήταν ο κήπος του εξοχικού τους και εγώ –κοινή θνητή – δεν θα είχα θέση στον «βασίλειό» τους.
Θα μου λείψει το «παγκάκι μου», που άκουγε υπομονετικά τον μονόλογό μου. Τα έπαιρνε τα λόγια μου ο αέρας και τα σκόρπιζε στα χωράφια μπροστά μέχρι πέρα στη Δύση που αχνοφαινόταν το Atomium.
Θα μου λείψει η πολυπολιτισμική γειτονιά μου. Βγάζοντας το σκυλάκο μας βόλτα η πρώτη καλημέρα ήταν στα αγγλικά για τους γείτονες στα αριστερά του σπιτιού μας, στα ολλανδέζικα για τους επόμενους, υπόκλιση στους Ασιάτες στη γωνία, στα ισπανικά στη συνέχεια, στα γαλλικά ή στα γερμανικά στους αμέσως επόμενους, πριν ακούσω από μακριά το buongiorno της Καταρίνας, της Ιταλίδας φίλης μου, που «τύχαινε» να βγάζει και εκείνη την ίδια ώρα το κατοικίδιό της βόλτα. Τί μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου, οι φίλοι μου εκεί! Καθώς είμασταν όλοι μας μακριά από τις πατρίδες μας δεθήκαμε αλλιώς, με ειλικρίνεια και αγάπη μιας και η ξενιτιά δεν επιτρέπει «φαύλες» καταστάσεις. Έχεις ανάγκη, να ξέρεις πως ο φίλος σου θα σου σταθεί φιλικά με όλη τη σημασία της λέξης, γιατί η οικογένεια είναι μακριά.
Θα μου λείψει επίσης η ζεστασιά της γερμανόφωνης εκκλησίας μου. Τέτοιον καιρό ετοιμάζεται πυρετωδώς για το Advent, την γιορτή της Προσμονής του Ερχόμενου, που αγάπησα όσο καμία άλλη εποχή σ’ αυτά τα βόρεια διαμερίσματα της Ευρώπης.
Θα μου λείψει η «Γιορτή του Φωτός» κάθε χρόνο τον Δεκέμβρη στο σπίτι του Δανού φίλου μας Όλουφ. Η έναρξη ήταν στις 4 το απόγευμα και η λήξη στις 4 το πρωί. Καθισμένοι γύρω από το γιορτινό τραπέζι, 10-15 άτομα την κάθε φορά, απολαμβάναμε, λέγοντας ιστορίες από τις ιδιαίτερες πατρίδες μας ο καθένας, το ίδιο μενού κάθε χρόνο: Σαρδέλες παστές, ψητές στο φούρνο, σαρδέλες με μαγιονέζα, σαρδέλες τουρσί, σαρδέλες σε σάλτσα γλυκόξινη, σαρδέλες με κάρι. Τελευταίο πιάτο χέλι καπνιστό και χοιρινό με ξινό λάχανο. Το επιδόρπιο πάντα το ίδιο, μήλα κομπόστα από τον κήπο του ανακατεμένα με κρέμα γάλακτος και κομματάκια από μπισκότο αμυγδάλου. Skol, Oluf!
Θα μου λείψει ο εργασιακός μου χώρος με συναδέλφους από κάθε γωνιά της Ευρώπης. Οι συναντήσεις μας στα κτήρια των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άκρως ενδιαφέροντα συνέδρια και οι συζητήσεις. Έμαθα την τέχνη του διαλόγου εκεί και γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους διεθνούς βεληνεκούς.
Θα μου λείψουν τα ταξίδια επαγγελματικά ή αναψυχής με την οικογένεια. Δεν έχανα ευκαιρία… «Είναι που σου αρέσουν τα ταξίδια», μου είπε καλόγνωμα μια φίλη που τα βαριέται αυτά, όταν με είδε μια φορά να αδειάζω την βαλίτσα από ένα ταξίδι και να την γεμίζω στη συνέχεια με χειμωνιάτικα για την Φινλανδία.
Θα μου λείψει το παλιό τραμ, που έπαιρνα για να πάω στην πόλη. Περνούσε μέσα από ένα φανταστικό δάσος και αφηρημένη κάποια φορά να το κοιτάζω βρέθηκα «καθιστή» στο διάδρομο, καθώς σε μια στροφή με τίναξε από το κάθισμά μου βίαια και απότομα η ταχύτητά του.
Θα μου λείψει εκείνο το παράθυρο της κουζίνας που μου άνοιγε τον ουρανό της Φλάνδρας μπροστά μου. Τέτοια εποχή με καλημέριζαν συνήθως οι φασιανοί του απέναντι χωραφιού που έρχονταν να βοσκήσουν τα απομεινάρια της πατάτας, του αρακά ή του καλαμποκιού, ανάλογα με τη σπορά κάθε χρόνο.
Θα μου λείψει ο κήπος, τα ροδόδεντρα και οι αζαλέες – χάρμα οφθαλμών την Άνοιξη – η γιαπωνέζικη κερασιά στο μέσον, η δαμασκηνιά και η κορομηλιά, αλλά και η κουφοξυλιά, που οφείλει να έχει κάθε κήπος, όπως μου τόνιζε η εκ δεξιών γειτόνισσα. Μεγάλωνε και φούντωνε πολύ και ήθελα να την κόψω. Πού θα βρίσκω πλέον τα βατόμουρα, τις άγριες φράουλες και τα φραγκοστάφυλα για τις μαρμελάδες μου;
Συγχωρέστε μου τον νοσταλγικό ειρμό, αλλά το «Αντίο» αυτό είναι δύσκολο! Μπορεί και να ξαναγυρίσω, ως επισκέπτρια πλέον, να περπατήσω στους ίδιους δρόμους, να επισκεφτώ τα ίδια κτήρια, αλλά ποτέ πιά με τους ίδιους ανθρώπους που μαζί ζήσαμε όλα αυτά τα όμορφα και ανεπανάληπτα χρόνια. Τριάντα συναπτά έτη σ’ αυτή την πόλη και ούτε ένα λεπτό δεν ένιωσα ξενιτεμένη, γιατί την αγάπησα από την πρώτη στιγμή! Και τώρα που φεύγω είναι σαν να αποχαιρετώ αγαπημένο άνθρωπο, που μου έδωσε απλόχερα από τα αγαθά του, που στάθηκε δίπλα μου στις καλές και στις λιγότερο καλές μέρες μου, που με βοήθησε να δω διαφορετικά τον κόσμο και μου άνοιξε ορίζοντες.
Ένα μόνο δεν θα μου λείψει, η ασταμάτητη βροχή…
ΥΓ: Η συνέχεια σύντομα από άλλον ιστότοπο!
No tags
Λένε, πως η Χώρα της Αμοργού είναι η ομορφότερη των Κυκλάδων. Από όσες έχω δει μέχρι τώρα δεν θα το αρνιόμουν. Ανεβαίνοντας τον δρόμο από τα Κατάπολα η εικόνα που αντικρίζεις μαγεύει το μάτι. Στο βάθος οι ανεμόμυλοι -όσο έχει μείνει από τη δόξα τους -, τα γραφικά άσπρα σπιτάκια κουρνιασμένα κάτω από τον βράχο και ψηλά το κάστρο. Τριγυρίσαμε τα σοκάκια, ήπιαμε καφεδάκι κάτω από τον πλάτανο στην πιο όμορφη πλατεία, γευτήκαμε για βραδινό γνήσια αμοργιανά προϊόντα και απολαύσαμε τη δροσιά και την ησυχία της βραδιάς. Δίπλα μας πέντε-έξι της γειτονιάς αντάλλαζαν, καθισμένοι στο κάτασπρο πεζούλι της εκκλησίας, τα νέα της ημέρας. Μου έφεραν στο νου εικόνες του χωριού μου μιας άλλης εποχής. Μας καληνύχτισαν φεύγοντας για τα σπίτια τους και έτσι θυμηθήκαμε πως έπρεπε κι εμείς να γυρίσουμε στο κατάλυμά μας, στα Κατάπολα.
Για το καλοκαίρι αγαπώ να μένω κοντά στη θάλασσα, να ανοίγω το παράθυρο το πρωί και να την βλέπω, να την μυρίζω και αν είναι δυνατό να την ακούω. Βουνήσια εγώ μούχει μείνει φαίνεται καημός που δεν μπορεί να καταλαγιάσει μέσα μου.
Είχαμε προγραμματίσει για το επόμενο πρωινό πεζοπορία ως το Μαλτέζι. Μετά το πλούσιο πρωινό – κυρία Ιωάννα, ευχαριστούμε για τα αμοργιανά τυροπιτάκια, τις σπιτικές μαρμελάδες, το μυρωμένο με βασιλικό και πορτοκάλι νερό, μα πάνω απ΄ όλα για το χαμόγελο που έβγαινε αυθεντικό και πλούσιο – τραβήξαμε μέσα από γραφικά δρομάκια, αυλές μοσχοβολιστές και βράχια στην ακροθαλασσιά για την όμορφη αυτή παραλία του νησιού. Προφτάσαμε και κάναμε το μπάνιο μας πριν τις 10 που άρχισαν να καταφτάνουν κατάμεστες οι βάρκες από τα Κατάπολα.
Ο Χρήστος, λάτρης του νησιού και φίλος διαδικτυακός, θαρρείς και είχε βαλθεί όλον τον περασμένο χειμώνα να με σπρώχνει προς τα κει με τις απίθανα όμορφες φωτογραφίες του νησιού που ποστάριζε. Οι συμβουλές του επίσης πολύτιμες, όπως να επισκεφτούμε το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας που είναι κτισμένο στην πιο απόκρημνη πλευρά του νησιού επάνω στο βράχο, μετά τις πέντε το απόγευμα, που ο ήλιος δεν το έβλεπε. Πού να βγει η ανηφόρα και με τον ήλιο κατακούτελα, είχε δίκιο! Η θέα από κει πάνω όμως σε αποζημίωνε: το απέραντο γαλάζιο μπροστά σου και πάνω ο ουρανός …
Με το λεωφορείο πήγαμε και προς τον νότο και από κει περάσαμε με ένα βαρκάκι απέναντι στη Γραμβούσα, το ακατοίκητο νησάκι, για μπάνιο. Τέτοια νερά μόνο εκεί! Στην παραλία στρογγυλεμένα βοτσαλάκια άσπρο μάρμαρο, εδώ βρήκα και την φετινή άσπρη καρδούλα για την συλλογή μου την καλοκαιρινή. Την έφερε το κύμα μπροστά στα πόδια μου.
Περάσαμε και χαιρετίσαμε το Αρκεσίνι το πιο όμορφο χωριό, όπως μας το περιέγραψε ο οδηγός του λεωφορείου το περασμένο βράδυ, που τον ρωτούσαμε για τα δρομολόγια. «Άκρως αντικειμενικά και όχι επειδή είναι το χωριό μου», βιάστηκε να προσθέσει. Και να προσθέσω και εγώ με τη σειρά μου για το πόσο καταδεκτικοί και φιλόξενοι είναι οι κάτοικοι του νησιού.
«Αυτό το λες κάθε χρόνο και για κάθε νησί!» βιάστηκε να με αποπάρει μαλακά η κόρη μου, με την οποία εξορμούμε μόνες μας την κάθε φορά, ξεκλέβοντας τρεις-τέσσερις μέρες από τις οικογενειακές διακοπές. Είμαστε και οι δυο της περιπέτειας και λάτρεις του απρόβλεπτου, είτε αυτό είναι γεύση, είτε προορισμός.
Το ελληνικό καλοκαίρι είναι μακρύ και πάλι όμως πού να χωρέσουν όλα τα όμορφα και μοναδικά νησιά μας. Για φέτος η Αμοργός που με μάγεψε και υποσχέθηκα να ξαναπάω την Άνοιξη να την περπατήσω. Για του χρόνου, ποιός ξέρει…
ΥΓ: Για πληροφορίες παντός είδους για το νησί, μη διστάσετε να μου γράψετε!
No tags
Δεν λέει να βρει το δρόμο του για τις Βρυξέλλες το φετινό καλοκαίρι. Να γράφει το ημερολόγιο 15 Ιουλίου 2021 και συ να αναρωτιέσαι αν όλα γύρω σου είναι στη σωστή τάξη και σειρά. Με θέρμανση μέσα στο σπίτι, κλειστά παράθυρα και μπαλκονόπορτες εξ αιτίας της ασταμάτητης βροχής, μέρες τώρα, και τις ειδήσεις να γίνονται όλο και πιο ανησυχητικές.
Έξω από το παράθυρο οργιάζει η Άνοιξη! Το παρτέρι με τις μαργαρίτες πιο πλούσιο από ποτέ. Μεγάλες υπέροχες μαργαρίτες, δυο-τρεις σε κάθε κοτσάνι, κανένα άλλο καλοκαίρι δεν τις θυμάμαι έτσι. Οι τριανταφυλλιές φορτωμένες τριαντάφυλλα, κόκκινα, κίτρινα, ροζ. Δεν μυρίζουν όμως … Μόνο οι λεβάντες ανάμεσα προσπαθούν να αναπληρώσουν τις καλοκαιριάτικες μυρωδιές, όσο τις αφήνει και αυτές το συνεχόμενο δυνατό ράπισμα της βροχής να ορθοστατήσουν. Η κορομηλιά καλοποτισμένη φέτος έκανε να! κάτι κορόμηλα. Νάρθει ο ήλιος μόνο να τα κοκκινίσει … Η βυσσινιά μας επίσης φορτωμένη, πλούσιο τραπέζι για τα κοτσύφια. Πού να βγει κανείς να τα μαζέψει μ’ αυτή τη βροχή. Προχθές που το επιχείρησα βάλτωσαν τα πόδια μου στο γρασίδι του κήπου. Δεν άντεχε η γη το τόσο νερό πιά στα σωθικά της και το έστελνε πίσω στην επιφάνεια και άκοπο όπως ήταν για μέρες το γρασίδι το έκρυβε καλά. Πλατς!
Στις ειδήσεις μιλούσαν για μεγάλες πλημμύρες στην ευρύτερη περιοχή και οι εικόνες που έδειχναν ήταν τρομακτικές. Σπίτια ολόκληρα είχαν παρασυρθεί από τα ποτάμια που είχαν ξεχειλίσει και αυτοκίνητα στοιβάζονταν στις γέφυρες, πάνω και κάτω, όπως το ρεύμα τα έφερνε. Δεκάδες ήδη οι νεκροί και οι αγνοούμενοι αμέτρητοι. Πολλοί αγνόησαν τις συνεχείς εκκλήσεις από ραδιοφώνου και τηλεόρασης να είναι προσεκτικοί με την σφοδρή κακοκαιρία που πλήττει την Κεντρική Ευρώπη, μέρες τώρα, ή κάποιοι πίστεψαν ότι θα τα βγάλουν πέρα με τα ορμητικά νερά. Δαμάζεται η φύση;
Εικόνες απελπισίας και από τα κάμπινγκ, όπου έβλεπες ανθρώπους ανεβασμένους επάνω στα τροχόσπιτα να κουνούν απελπισμένοι τα χέρια για βοήθεια στο ελικόπτερο που πετούσε για να πάρει μια πρώτη εικόνα της καταστροφής. Ημερολογιακά είναι όμως καλοκαίρι και τα σχολεία έχουν κλείσει, οικογένειες -κυρίως αυτές!- είχαν από μήνες εξασφαλίσει μια θέση στη φύση, δίπλα στο ποταμάκι που κυλούσε όλο τον χρόνο ήσυχα στην κοίτη του των εβδομήντα εκατοστών. Σε κάποια σημεία η στάθμη του ανέβηκε προχθές στα οκτώ μέτρα, πιστέψτε με!
Χθες στις ειδήσεις άκουσα και για τον «πράσινο» Μαραθώνιο που κάνει η Ευρώπη με την Κίνα και την Αμερική. Επιδίωξη της Ευρώπης είναι η πρωτιά στην κλιματική ουδετερότητα ως το 2050, με μεγάλο ρίσκο και κόστος βέβαια για τους καταναλωτές, όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί. Το πολυαναμενόμενο πακέτο Fit for 55 που παρουσιάστηκε χθες στις Βρυξέλλες περιλαμβάνει 12 νομοθετικές προτάσεις για αναβάθμιση της υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας στους τομείς του κλίματος, της ενέργειας και των μεταφορών. Μια επείγουσα αποστολή που από σήμερα θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών μελών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι όμως και μια πολιτικά άκρως λεπτή διαδικασία και θα κρατήσει κάποια χρόνια. Πάντως χθες η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο αρμόδιος για την ενέργεια Επίτροπος είχαν σύμμαχο, στην πρώτη αυτή δημόσια παρουσίαση του πακέτου, τον Bernd, έτσι που συνηθίζεται πλέον να δίνονται ονόματα στα ακραία φυσικά φαινόμενα. Όλοι καταλαβαίναμε, δυστυχώς, για ποιο ακριβώς πράγμα μιλούσαν, όταν έλεγαν για κλιματική αλλαγή και τα τοιαύτα. Οι χώρες που πλήττονται από τις φονικές καταιγίδες περισσότερο αυτές τις μέρες είναι οι Κάτω Χώρες, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Γερμανία, που σε πολλά σημεία το έδαφός τους είναι κάποια μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και με πολλά προχώματα να έχουν ήδη καταστραφεί από τις πλημμύρες.
Τυχαίο ότι ήταν ακριβώς αυτές οι χώρες που είχαν πρωτοστατήσει τότε παλιά μαζί με την Γαλλία και την Ιταλία, στην οικονομική αρχικά ένωση κρατών που αποτέλεσαν τον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σημερινή της μορφή; Στις ραγδαίες κλιματικές αλλαγές που συμβαίνουν σε ολόκληρο τον πλανήτη, πώς θα τα έβγαζαν πέρα σ’ αυτόν τον τομέα μόνα τους τα μικρά ευρωπαϊκά κράτη με κολοσσούς, όπως η Κίνα και η Αμερική; Το μέλλον; Τέτοια γεγονότα θα γίνονται όλο και πιο συχνά, λένε οι ερευνητές, λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου, όπου δυστυχώς ο ανθρώπινος παράγοντας έπαιξε και εδώ έναν μεγάλο ρόλο.
Όσο για το φετινό καλοκαίρι εύχομαι να βρει και πάλι το δρόμο του και νάρθει και προς τα δω …
No tags
Και στις Βρυξέλλες; Με έπεισε τελικά η Ιρλανδέζα γειτόνισσά μου να δηλώσω και εγώ συμμετοχή στο ετήσιο παζάρι της κοινότητας των Βρυξελλών που ζω και που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στα τέλη του Μάη στην πλατεία του χωριού μας. Φέτος, λόγω της πανδημίας Covid-19, θα μεταφερόταν όλο αυτό το πανηγύρι στο δρόμο μπροστά από τις εισόδους των σπιτιών, όσων ήθελαν και είχαν το κουράγιο να ανοίξουν παλιές κασέλες και να ψάξουν στα υπόγεια για πράγματα άχρηστα στους ίδιους, αλλά χρήσιμα σε άλλους. «Αν δηλώσεις και σύ», μου είπε, «θα έρχονται περισσότεροι, μιας και τα σπίτια μας είναι δίπλα-δίπλα». Μπορούσα να της χαλάσω το χατίρι; Τριάντα χρόνια γειτόνισσες …
Επιπλέον την βρήκα καλή την ιδέα, γιατί όλο και έλεγα να «ξεφορτωθώ» κάποια παιδικά, που λόγω ηλικίας των δικών μου παιδιών ήταν πλέον στα αζήτητα από χρόνια. Ανέβηκα στη σοφίτα του σπιτιού και με το κινητό έδειχνα στην κόρη τις ανοιχτές κασέλες με την … παιδική τoυς ηλικία μέσα, εκείνης και του αδελφού της. Ξεκίνησα από τα λούτρινα.
– Καλέ, τον παπαγάλο θα δώσεις που μας έλεγε «καλημέρα» κάθε πρωί;
– Ε, όχι και την Λάουρα, μαμά! Ο λόγος για την μικρή άσπρη φώκια με τα θλιμμένα μεγάλα μαύρα μάτια, που έκανε παρέα στον «Τζάκι» την άλλη φώκια, που ήταν και το φαβορί της κόρης, μαζί με ένα παπί που δεν το αποχωριζόταν ποτέ.
– Και κράτα, σε παρακαλώ και τον ιπποπόταμο και τα σκατζοχοιράκια και…
Τελικά τα ξανάβαλα πάλι όλα μέσα στην κασέλα και έβγαλα προς πώληση τις Μπάρμπι, που ελάχιστη σημασία τους είχε δώσει τότε, τα επιτραπέζια παιχνίδια, τα τόσα playmobil και τα ξύλινα τρενάκια, μαζί με τρεις κούτες παιδικά βιβλία και κόμικς. Όλα σε τιμές γύρω στο ένα ευρώ.
Και η έκπληξη: Ούτε τα άγγιξαν τα περαστικά παιδάκια με τους γονείς τους! Έριχναν μια γρήγορη ματιά και έφευγαν για αλλού. Τί ακριβώς έψαχναν ντρεπόμουν να ρωτήσω και έτσι δεν έμαθα ποτέ …
Έμαθα όμως πολλά άλλα γιατί τελικά μπορεί να μην έφυγε το «εμπόρευμα», αλλά οι συζητήσεις με τους περαστικούς ήταν όλα τα λεφτά!
Κερνούσαμε και λουκουμάκι, τονίζοντας πως είναι ελληνικό και έτσι καταλήγαμε να συζητάμε με όλους κυρίως για την Ελλάδα και τις ομορφιές της. Πόση νοσταλγία είχαν όλοι τους για τις όμορφες διακοπές που είχαν περάσει στη χώρα μας τα περασμένα χρόνια! Ένας από τους περαστικούς σήκωσε ψηλά μια γλαστρούλα και προσπαθούσε να μαντέψει το φυτό. Είναι ελιά ελληνική του είπα και το πρόσωπό του φωτίστηκε στο άκουσμα και άρχισε – χείμαρρος! – να βγαίνει η ιστορία του. Για τον αδελφό του που μένει στην Κω και έχει παντρευτεί Ελληνίδα, για την καλή καρδιά των Ελλήνων -προφανώς και της νύφης του! – και για τα όμορφα καλοκαίρια που έχει περάσει κοντά τους. Έχει βγάλει ήδη εισιτήριο για το καλοκαίρι μου είπε.
Και άλλες απίθανες ιστορίες που με κάνουν ακόμα να γελάω καθώς τις φέρνω στο νου μου. Είχαν ανάγκη να μιλήσουν οι άνθρωποι και εγώ άλλο που δεν ήθελα από το να τους ακούω. Ένα χρόνο κλεισμένοι στα σπίτια μας ο καθένας μπουχτίσαμε το διαδίκτυο. Ήταν ιδιαίτερη η χαρά μας να δούμε και τους Έλληνες φίλους μας, που πέρασαν ομαδικά να μας δούνε και να τα πούμε, στο πεζοδρόμιο φυσικά! Άλλο το συναίσθημα να επικοινωνείς, εν μέσω «πολυγλώσσων», με τη γλώσσα σου την μητρική!
Νάναι καλά ο Δήμαρχος του χωριού μας εδώ για την ιδέα που είχε να μεταφέρει αυτό το πανηγύρι έξω από την πόρτα μας. Αποβραδίς μας είχε στείλει και μήνυμα με ευχαριστίες για την προθυμία μας να βγούμε στο δρόμο με την πραμάτεια μας, μαζί με τον λογότυπο της εκδήλωσης προς εκτύπωση για την είσοδο. Το θεωρεί, μας έγραφε, ένδειξη αλληλεγγύης και αγάπης για τον τόπο που μένουμε, αλλά και ευκαιρία να γνωριστούμε οι κάτοικοι μεταξύ μας.
Δεν είχε και άδικο! Από προχθές όλο και κάποιο χέρι βλέπω να σηκώνεται για χαιρετισμό από περαστικούς, αν τύχει να είμαι στον κήπο. Με τους γειτόνους μας δε, κλείσαμε ήδη τραπέζι στο ελληνικό εστιατόριο – πού αλλού! – του χωριού μας για να ξοδέψουμε γειτονικά και ρεφενέ τις «εισπράξεις» της ημέρας.
Νομίζω θα το νοσταλγήσω αυτό το γιουσουρούμ, όταν θα έρθει ο καιρός να φύγουμε από δω …
No tags
Θυμήσου να έχεις πάντα
Ένα παγκάκι αγαπημένο
Ένα παγκάκι με θέα
Όπου θα σέρνεις κάθε φορά
Την ψυχή σου μέχρι εκεί
— Γιάννης Ρίτσος
Το διάβασα σε ανάρτηση φίλης και μου άρεσε! Αυτό εδώ είναι το δικό μου παγκάκι και θυμάμαι ακόμα την εικόνα που αντίκρυσα από εκεί το πρώτο καλοκαιρινό πρωινό που το επισκέφτηκα, πριν πολλά χρόνια. Ένα φρεσκο-αλωνισμένο χωράφι μπροστά μου, με τα δεμάτια το άχυρο δεμένα στη σειρά, πουλιά να βουτούν ανάμεσα και έναν καταγάλανο ουρανό για φόντο στον ορίζοντα.
Έγινε αμέσως το παγκάκι «μου»! Αφηνόμουν στην αγκαλιά του την κάθε φορά ανοίγοντας και τα δυο μου τα χέρια από δω και από κει επάνω στους ώμους του και ρεμβάζοντας τον ορίζοντα μπροστά μου. Άρχισα από την πρώτη στιγμή να του μιλώ σαν σε φίλο αγαπημένο και να απολαμβάνω τη φιλοξενία του. Αν μπορούσε να μιλήσει και τί δεν θα είχε να πει από αυτά που άκουγε. Για κείνη τη μέρα για παράδειγμα, που έφυγε για σπουδές η κόρη και το σπίτι μού φαινόταν άδειο και έρημο. Στο παγκάκι έτρεξα να πω τον καημό μου σαν μάνα. Το ίδιο έκανα ένα χρόνο αργότερα όταν έφυγε και ο γιός. Αλλά και τις χαρές μου όλες εκεί τις φώναξα. Με περίμενε, θαρρώ, να πάω και δεν έχανα και εγώ ευκαιρία να το επισκεφτώ. Είχαμε μια ξεχωριστή σχέση οι δυο μας μέχρι που ήρθε στη ζωή μας η Κούκη, το σκυλάκι μας, που μόνο βόλτες και παιχνίδια είχε στο μυαλό της. Με το ζόρι την κράτησα την πρώτη φορά που πήγαμε μαζί, ήσυχη δίπλα στο παγκάκι. Μετά βέβαια συνήθισε τόσο που αν τυχόν το παγκάκι «μας» ήταν ήδη κατειλημμένο από άλλον δεν το κουνούσε ρούπι από το πλάι του μέχρις ότου ο «άλλος» καταλάβαινε και σηκωνόταν μόνος του και έφευγε. Είχε βλέπετε και η Κούκη τη θέα της από το παγκάκι στα χωράφια μπροστά. Τους φασιανούς που πηγαινοερχόντουσαν, τα λαγουδάκια που έτρεχαν, τις καρακάξες και τους γλάρους που έφταναν μέχρις εδώ, τους πέντε πελαργούς ένα πρωινό, τα χάζευε και τα παρακολουθούσε. Άπιαστα γι΄αυτή βέβαια, φάτε μάτια ψάρια…
Μετά ήρθε η πανδημία, Covid-19. Κλειστήκαμε όλοι στα σπίτια μας. Ούτε δουλειά, ούτε συναντήσεις, κλειστά τα θέατρα και οι κινηματογράφοι, τα μουσεία και οι γκαλερί για δεύτερη Άνοιξη. Τι θα έκανα, αναρωτιόμουν σήμερα, αν δεν είχα το παγκάκι «μου» … Αγαπημένο όσο οι καλοί φίλοι που είναι όμως απρόσιτοι αυτή τη εποχή, οικείο σαν την οικογένεια που είναι μακριά και δεν μπορεί να ακούσει όλα τα δικά μου.
Δεν ξέρω αν έσερνα την ψυχή μου ως εκεί, όπως λέει ο ποιητής, πάντως την ξαλάφρωνα σίγουρα. Παλιά συνήθεια έξω στη φύση να μιλώ δυνατά στον Ύψιστο, τον Δημιουργό της ομορφιάς που έβλεπα γύρω μου, ευχαριστώντας Τον για όσα ένιωθα, μύριζα, άκουα, αλλά και για πολλά άλλα. Συνήθως δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω και το παγκάκι προσφερόταν γι΄αυτό στο έπακρο. Η θέα από κει, απόλαυση των ματιών και γαλήνεμα της ψυχής, σε στιγμές μάλιστα που οι σκέψεις ζητούσαν επιμόνως φωνή και ήθελαν οπωσδήποτε να βγουν από το μυαλό.
Θυμήσου, λοιπόν, να ψάξεις το παγκάκι «σου», αν δεν το έχεις βρει ακόμα! Θα με θυμηθείς!
No tags
Στους δύσκολους αυτούς καιρούς του εγκλεισμού στα σπίτια μας κάθε νέο και απρόβλεπτο μας ξεσηκώνει και μας βγάζει λίγο από την καθημερινή ρουτίνα. Ένα τέτοιο ήταν το τηλεφώνημα που δέχτηκα προχθές το πρωί. Μια άγνωστη φωνή μού συστήθηκε ως η γραμματέας Τάδε και με ζήτησε μάλιστα με το όνομά μου στα ελληνικά.
Λίγοι στο εξωτερικό με προσφωνούν έτσι, ανάμεσα σ΄αυτούς και o παλιός δάσκαλος των Γερμανικών της κόρης μου στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών κ. S., όσο ήταν στην ενεργό υπηρεσία, γιατί μετά την συνταξιοδότησή του έφυγε με την οικογένειά του από τις Βρυξέλλες για την πατρίδα του. Έτσι μεγάλη ήταν η έκπληξή μου, όταν η εν λόγω Γραμματέας μού είπε ότι μόλις είχε πάρει ένα μήνυμα από τον κ. S., ο οποίος είχε χάσει τα στοιχεία μου μετά την μετακόμισή τους, αλλά ζητούσε επειγόντως να επικοινωνήσει μαζί μου. Είχε στα χέρια του το βιβλίο μου και ήθελε να μιλήσει μαζί μου. Καλοσύνη του, της απάντησα μαζί με ένα βαθύ νοσταλγικό: αχ, ο υπέροχος κύριος S.! Το έπιασε και άρχισε τις ερωτήσεις για τον κ. S. που η ίδια δεν γνώριζε. Η συζήτηση που ακολούθησε με πήγε δεκαετίες πίσω.
Μόλις είχαμε μετακομίσει στις Βρυξέλλες και τα παιδιά μας θα πήγαιναν για πρώτη μέρα στο σχολείο. Η αγωνία μου ήταν μεγάλη όσο και η διαφορά από το προηγούμενο σχολείο τους των 100-120 μαθητών. Το νέο σχολείο είχε 3.000 μαθητές! Έπρεπε μόνα τους να τα βγάλουν πέρα καθώς για λόγους ασφαλείας δεν επιτρεπόταν στους γονείς να τα συνοδέψουν μέσα έστω και γι΄αυτή την πρώτη μέρα.
Όταν όμως γύρισαν στο σπίτι το μεσημέρι, όρμησε η κόρη μέσα φωνάζοντας ότι είχε κάτι εκπληκτικό να μου πει: ο Γερμανός δάσκαλός της μιλούσε ελληνικά και μάλιστα ενθουσιάστηκε τόσο που θα είχε μια Ελληνίδα μαθήτρια, που πέρασε την πρώτη ώρα μιλώντας στην τάξη για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Εδώ θα πρέπει να πω, ότι στο προηγούμενο σχολείο τους ένιωθαν κάπως άβολα τα παιδιά μας που στο σπίτι μας μιλούσαμε κατά κανόνα την μητρική μας γλώσσα, δηλαδή ελληνικά, μια γλώσσα που δεν καταλάβαιναν οι φίλοι τους όταν μας επισκέπτονταν.
Φυσικά στην πρώτη ευκαιρία πήγα στο σχολείο για να τον γνωρίσω αυτόν τον φιλέλληνα δάσκαλο και να τον ευχαριστήσω που στον ενθουσιασμό του για τη χώρα μου παρέσυρε και την κόρη μου να αγαπήσει το νέο σχολείο από την πρώτη κιόλας μέρα. Ευκόλυνε για όλους μας πολύ τα πράγματα στην ξένη χώρα. Γίναμε στη συνέχεια οικογενειακοί φίλοι και βλεπόμασταν συχνά μέχρι που μετακόμισαν.
«Τί μαθαίνει κανείς σε ένα κατά τα άλλα τυπικό τηλεφώνημα!», άκουσα την Γραμματέα να μου λέει συγκινημένη.
«Ε, έχει και η καραντίνα τα καλά της», της αποκρίθηκα για να διακρίνω ένα ελαφρύ γελάκι στην άκρη της άλλης γραμμής. Δικαιολογήθηκε αλλά ήταν η σειρά μου να πιάσω τα … «συμφραζόμενα»!
«Αχ, η καραντίνα!» ξεκίνησε. «Δεν ξέρετε τί έπαθε ένας ανεψιός μου την παραμονή του γάμου του και ενώ όλα ήταν προγραμματισμένα. Τα 30 άτομα που θα μπορούσαμε, σύμφωνα με τις υποδείξεις, να λάβουμε μέρος στην τελετή στην εκκλησία, βρεθήκαμε να την παρακολουθούμε μέσω ZOOM από το σπίτι του ο καθένας, γιατί με νέα ανακοίνωση την τελευταία στιγμή μόνο τέσσερα άτομα επιτρεπόταν να είναι παρόντα στην εκκλησία. Και καλά η εκκλησία, αλλά το εστιατόριο μετά, αφήστε…»
«Τί έγινε μετά;» επέμενα.
«Οι άνθρωποι εκεί είχαν κάνει τις προετοιμασίες τους για το γαμήλιο δείπνο και είχαν έτοιμο ήδη το μενού. Να μας βλέπατε μια-μια οικογένεια έξω από το εστιατόριο, μετά από ραντεβού, να περιμένουμε για να πάρουμε τα πακέτα με τα φαγητά και το κομμάτι από την γαμήλια τούρτα και μετά γρήγορα στο σπίτι του ο καθένας και μέσω ZOOM και πάλι να τρώμε, τρόπος του λέγειν όλοι μαζί παρέα με τον γαμπρό και τη νύφη, που ήταν μόνοι τους στο σπίτι τους τέτοια μέρα! Τα κακόμοιρα τα παιδιά… Αλλά είχαμε και την πλάκα μας! Πρωτόγνωρες καταστάσεις και γι΄αυτό γέλασα που αναφέρατε την καραντίνα…».
Είπαμε πολλά ακόμα και γελάσαμε πολύ! Δεν με έχει δει ποτέ ούτε και εγώ την ξέρω, αλλά αρπάξαμε και οι δυο την ευκαιρία από τα μαλλιά να πούμε δυο κουβέντες, σαν παλιές φιλενάδες, που λόγω καραντίνας δουλεύουν από το σπίτι ξεκλέβοντας λίγο χρόνο για κάτι τέτοιες μικρές απρόβλεπτες στιγμές που καταφέρνουν όμως να μας θυμίζουν ανάλαφρα ότι η ζωή συνεχίζεται και είναι όμορφο να ζει κανείς!
No tags
Είχα αποφασίσει για τον εαυτό μου, να βλέπω με μια δόση αισιοδοξίας την εξέλιξη του covid-19 από τότε μάλιστα που ανακοινώθηκαν και τα σχετικά με τα εμβόλια για την αντιμετώπισή του. Είμαι ευγνώμων για όλους αυτούς τους ερευνητές-επιστήμονες που μέρα-νύχτα σκυμμένοι στα εργαστήριά τους προσπαθούν με κάθε τρόπο να αναχαιτίσουν αυτή τη λαίλαπα. Θα πρέπει, λένε, να εμβολιστεί το 75% του πληθυσμού για να δούμε αποτελέσματα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ολιγώρησε στην έγκριση και παραγγελία των εμβολίων, αλλά το αναγνώρισε εκ των υστέρων. Ίσως και γι’ αυτό τώρα προτρέπει καθημερινά τους πολίτες να μην κάνουν το ίδιο σφάλμα όσον αφορά στη συμμετοχή τους στον εμβολιασμό, που χωρίς να είναι υποχρεωτικός είναι απαραίτητος για την αίσια έκβαση της πανδημίας. Το οφείλουμε από αγάπη στη ζωή και στους αγαπημένους μας.
Την περασμένη χρονιά, κλεισμένοι όλοι λίγο-πολύ στα σπίτια μας, γιορτάσαμε διαδικτυακά γενέθλια, αποχαιρετισμούς και επετείους. Μετά από κάθε τέτοια «επαφή» έβγαινε αυθόρμητα το ρεφραίν, νοσταλγικό: «Μετά τον κορωνοϊό θα το γιορτάσουμε δεόντως και από κοντά!». Πότε όμως θα είναι αυτό το «Μετά»;
Χθες το απόγευμα επισκεφτήκαμε τον γείτονά μας, που γύρισε στο σπίτι μετά από ένα χρόνο στο νοσοκομείο, όχι πάντως λόγω κορωνοϊού. Στα σκαλοπάτια της εξώπορτας βέβαια και με το ανάλογο εξοπλισμό. Η γυναίκα του μας ευχαρίστησε για την κάρτα με τις ευχές και τα λουλούδια, ένα γλαστράκι με τρεις υάκινθους μωβ, που μόλις άνοιγαν. Κάτι σαν το μπουμπούκι της ζωής που βρήκε και πάλι το δρόμο της σ’ αυτό το σπιτικό. «Η υγεία πάνω απ’ όλα», μας ξεπροβόδισε στο τέλος συγκινημένη.
Το βράδυ ονειρεύτηκα και πάλι μακρινές χώρες και αγαπημένους ανθρώπους. Τα όσα ταξίδια σχεδιάζω στο ξύπνιο μου για το «Μετά»! Τις συναντήσεις με φίλους, τις συζητήσεις, τις γιορτές που αναβλήθηκαν. Με την ευχή να είμαστε όλοι παρόντες και υγιείς! Μη δεν είναι αυτός λόγος χαράς και ευχαριστίας; Να είσαι καλά και να μπορείς να χαίρεσαι την κάθε μέρα που ο Θεός ξημερώνει για σένα και να είσαι σε θέση να σχεδιάζεις το αύριο, στην όποια καθημερινότητά σου!
Με τις ίδιες θετικές σκέψεις ξύπνησα τις προάλλες και να που η μέρα ήταν κιόλας «κάτασπρη»! Το χιόνι που είχε πέσει τη νύχτα τα είχε κουκουλώσει όλα και τα είχε κάνει παραμυθένια. Ήταν κάτι σαν το κερασάκι στην τούρτα, που βάζουμε στο τέλος από πάνω για να είναι τέλεια, έτσι και εκείνο το πρωινό. Δεν το περίμενα το χιόνι, αλλά ήλθε να μου δώσει χαρά. Τόσο όμορφη ήταν η εικόνα που αντίκρυσαν τα μάτια μου. Έμεινα ώρα μπροστά στο παράθυρο να χαζεύω τη φύση και τους ανθρώπους με τα πολύχρωμα μπουφάν που έκαναν τον περίπατό τους στα απέναντι χωράφια. Μια μικρή πολυτέλεια αυτή για μένα, στην εποχή του κορωνοϊού, να μπορώ να αφιερώνω χρόνο για να παρατηρώ μέσα από το παράθυρό μου, το χιονισμένο ίσωμα αυτής εδώ της χώρας του Βορρά που μας φιλοξενεί. Τους μικρούς φτερωτούς επισκέπτες στον κήπο και την Κούκη, το σκυλάκι μας, που δεν ανέχεται μύγα στο σπαθί της «επικράτειάς» της, να τρέχει πέρα – δώθε και να τους κυνηγά. Έμαθα να χαίρομαι στην κάθε κίνηση και αλλαγή που βλέπω να λαμβάνει χώρα έξω από το παράθυρό μου. Έμαθα να διαθέτω χρόνο για να τα παρατηρώ, αλλά και να εκτιμώ τα απλά και καθημερινά μέσα στο σπίτι, τη δυνατότητα για δουλειά στο σπίτι (άλλοι δεν έχουν καν δουλειά), το κάθε τηλεφώνημα, την κάθε καλή και ενθαρρυντική είδηση, τα βιβλία που διάβασα, τις νέες συνταγές που δοκίμασα. Η τελευταία ήρθε υπερατλαντικά, σ΄ ένα από αυτά τα καθημερινά πλέον τηλεφωνήματα: Ένα παντζάρι φρέσκο, ένα καρότο, ένα μήλο, όλα τριμμένα στον τρίφτη, λίγο λάδι, αλάτι και λεμόνι και έτοιμη η φρέσκια χειμωνιάτικη σαλάτα. Πρόσθεσα από μέρους μου και λίγα καρύδια.
Αν μούλεγε κάποιος πριν ένα χρόνο, ότι με τέτοιες μικροχαρές θα γέμιζε τώρα η μέρα μου δύσκολα θα τον πίστευα!
No tags