[whohit]Main[/whohit]

From Brussels With Love | Blog

Archive for March 2022

Mar/22

15

Ο Ντάφι

«Χάθηκε. Ακούει στο όνομα Ντάφι. 1.000 € αμοιβή», διάβασα στο χαρτί που ήταν καρφιτσωμένο στην κολώνα της γειτονιάς μου, χθες το πρωί.

Μα αυτός είναι ο Ντάφι, φώναξα άθελά μου, κάνοντας τους λιγοστούς πρωινούς διαβάτες να γυρίσουν προς το μέρος μου παραξενευμένοι. Και φυσικά ήταν ο Ντάφι, το καλόγνωμο άσπρο σκυλάκι που μόλις μας έβλεπε έκανε τόσες χαρές. Σηκωνόταν στα πισινά του πόδια και με τα μπροστινά έκανε τέτοιες αστείες κινήσεις χαράς που με έπαιρναν τα γέλια. Την πρώτη φορά γέλασα τόσο αυθόρμητα και δυνατά που η κυρία του με πλησίασε ευγενικά και αρχίσαμε αμέσως τη συζήτηση. Η δική μου, η Κούκη, άρχισε τις διαμαρτυρίες θυμίζοντάς μου πως βγήκαμε για περίπατο και όχι για κουβεντολόι. Γαύγισε θυμωμένη στον Ντάφι, τραβούσε το λουρί να φύγουμε και έδειχνε με κάθε τρόπο τη δυσαρέσκειά της. Μετά συνήθισε τόσο που κουνούσε χαρούμενη και την ουρά της μόλις τον έβλεπε. Έτσι και εγώ ρύθμισα όσο μπορούσα τις ώρες περιπάτου της με αυτές του Ντάφι. Ίσως και γιατί μου άρεσε να ανταλλάζω δυο κουβέντες με την ευγενέστατη κυρία του. Καλύτερη ευκαιρία δεν θα έβρισκα για να γνωρίσω τους ανθρώπους της γειτονιάς, από το να συναντιόμαστε στα δρομάκια και στα κοντινά πάρκα στις καθημερινές μας βόλτες με τα σκυλάκια. Η καλύτερη και ειλικρινέστερη προσέγγιση αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων, μακράν …

Πολύ με λύπησε ότι χάθηκε έτσι ξαφνικά και δεν θέλω να σκέφτομαι την οδύνη της «κυρίας» του. Το έβλεπες ότι τον αγαπούσε πολύ τον σκυλάκο της, ίσως και να ήταν η μόνη ζεστή παρουσία στο πλευρό της. Ποτέ δεν ξέρεις τί κρύβουν πίσω τους κάποιες τέτοιες σχέσεις ανθρώπων με τα κατοικίδιά τους.

Θυμήθηκα το τρυφερό και συγκινητικό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Του σκύλου η ουρά»:

Έχω ακούσει χίλια λόγια

Χαρωπά, λυπητερά,

μα ποτέ καμιά φορά

δε μιλήσανε τα λόγια

σαν του σκύλου την ουρά.

Ανταμώθηκαν ανθρώποι,

κι έχουν κλάψει από χαρά,

μα κανείς καμιά φορά

«Καλωσόρισες δεν είπε,

σαν του σκύλου την ουρά.

Και σε φίλους και σε ξένους

έχω δώσει τη χαρά.

Με ξεχάσαν μια φορά…

Μα πιστός μου μένει ο σκύλος

και σαλεύει την ουρά.

«Ντάφι, σημαίνει ελπίδα, στα γιαπωνέζικα», μου είχε πει στην πρώτη μας συνάντηση και η ελπίδα, λένε, πεθαίνει τελευταία. Μακάρι να βρεθεί ο Ντάφι!

No tags

Πόσα χρόνια είχα να την δοκιμάσω, το όλο σκηνικό δηλαδή … Να περιμένεις αξημέρωτα έξω από το φούρνο στη σειρά για να την πάρεις και ζεστή-ζεστή στο χαρτί, παραμάσχαλα, να την πηγαίνεις στο σπίτι πασχίζοντας με όλες τις δυνάμεις σου να μη ενδώσεις στο πειρασμό να κόψεις έτσι εκεί στην ακρούλα ένα κομματάκι για το δρόμο… Στο τραπέζι περίμενε ο μακεδονικός χαλβάς αμυγδάλου, κομμάτι του μισού κιλού. Δεν βάλαμε στο τραπέζι άλλον, ούτε αυτόν με το κακάο που ήταν φαντασμαγορικός, ούτε τον άλλον με τις προσμίξεις φρούτων και ξηρών καρπών. Μέχρι να γίνει η ταραμοσαλάτα είχε φαγωθεί η μισή λαγάνα.

Στο Βορρά που ζούσα δεν ήξεραν τη λαγάνα και μαζί μ΄αυτή τα ήθη και τα έθιμα της ημέρας. Είχαν τα καρναβάλια τους βέβαια που όμως ποτέ δεν με τράβηξαν. Άλλα συνέδεα εγώ μ΄αυτή τη μέρα που τη λέμε «Καθαρά Δευτέρα». Νοσταλγούσα κάθε χρόνο τη ζεστή λαγάνα από το φούρνο του χωριού μου και την ταραμοσαλάτα της γιαγιάς μου που ακολουθούσε κατά γράμμα τις παραδόσεις από την αρχή της Σαρακοστής.

Μια Καθαρά Δευτέρα όμως της ξεφύγαμε με την αδελφή μου και ακολουθήσαμε την θεία Κατίνα στην Αντίκυρα, το πιο κοντινό ψαροχώρι στην Αράχωβα. Μαζί με τα πρώτα ξαδέρφια μας, τον Γιάννη και την Σοφία, επιβιβαστήκαμε στο φορτηγάκι του θείου και φτάσαμε στον Αι-Σίδηρο, δυτικά της Αντίκυρας. Ο ορμίσκος έρημος, καμιά σχέση με τον σημερινό οικιστικό οργασμό στην περιοχή. Το μικρό ξωκλήσι στην κορυφή του βράχου, μια ζωγραφιά του Κόντογλου, ήταν όπως πάντα ανοιχτό και το άναμμα των καντηλιών μια πράξη κατανυκτική και επιβεβλημένη.

«Από δω ψηλά, που λες ξαδέρφη, πέφτει μακροβούτι η κόρη του Καμπαφλή τα καλοκαίρια!», ο πολύξερος ξάδερφος που όλα τα καλοκαίρια του τα περνούσε εκεί στο σόι της μάνας του.

Μετά την κατάνυξη και υπό την καθοδήγηση της θείας Κατίνας τραβήξαμε στην άλλη άκρη του ορμίσκου, στα βράχια, όπου ήδη μας περίμενε η παρέα, το μισό σόι της δηλαδή. Μας διέταξε να βγάλουμε παπούτσια και κάλτσες και να βουτήξουμε στα κατακάθαρα νερά μέχρι τα γόνατα για αχινούς. Μας έδειξε και ποιους να προτιμάμε, γιατί δεν τρώγονται όλοι, μας προειδοποίησε.

Η αδελφή μου κι εγώ, βουνίσιες από γεννησιμιού μας, κοιταχτήκαμε παράξενα. Τους αχινούς εμείς τους μαζεύαμε θαλασσοδαρμένους και ηλιοκαμένους τα καλοκαίρια στην παραλία για διακόσμηση. Αλλά για μεζέ μαζί με την λαγάνα που είχαμε φέρει μαζί μας, κομμάτι δύσκολο να το φανταστούμε. Μέχρι να το καλοσκεφτούμε η θεία Κατίνα είχε ήδη γεμίσει μια πλαστική σακούλα και μας κάλεσε να κάτσουμε όλοι στα πεντακάθαρα βότσαλα της παραλίας και παίρνοντας έναν-έναν αχινό, καθάριζε με ένα μαχαιράκι ό,τι δεν τρωγόταν και στάζοντας λίγες σταγόνες λεμόνι στο εσωτερικό του, τον προσέφερε μ΄ένα πιρουνάκι στον καθέναν της παρέας, ως τον μεζέ της Σαρακοστής. Δεν παρέλειπε δε να μονολογεί: «Αρή, με τέτοιους μεζέδες, Σαρακοστή νάναι όλο το χρόνο!». Αξέχαστη πρωτόγνωρη γεύση, αξέχαστη θεία Κατίνα και λοιπή παρέα, αξέχαστε «αμόλυντε» Αι-Σίδηρε της δεκαετίας του ’60!

Σήμερα μόνο η ζεστή λαγάνα, ο χαλβάς αμυγδάλου στο τραπέζι και η αδερφή μου στο πατρικό που βρίσκομαι με συνδέει νοσταλγικά με την εποχή εκείνη. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια… Καλή Σαρακοστή!

No tags