[whohit]Main[/whohit]

From Brussels With Love | Blog

Archive for August 2020

Έχει πια καθιερωθεί η ευρύτερη οικογενειακή εξόρμηση στη φύση, κάθε καλοκαίρι. Ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας και η συμμετοχή, χωρίς αυτή η παράμετρος βέβαια να στέκεται εμπόδιο. Να, το νεότερο μέλος ο Κωνσταντίνος, ούτε δυόμισι ετών, ανέβηκε μέχρι τη Βρωμόβρυση μαζί μας φέτος. Σχεδόν σε απαρτία η πρώτη πλέον γενιά της ευρύτερης οικογένειας, με γαμπρούς, κόρες και εγγόνια (όσοι μπόρεσαν) ξεκινήσαμε πρωί-πρωί με το αυτοκίνητο ως ένα σημείο και μετά από μια δύσκολη ανάβαση στις ανατολικές πλαγιές του Παρνασσού φτάσαμε στο σημείο, που ήταν για μας στόχος και αναφορά χρόνων. Εδώ ο παππούς μας, Γιάννης Γ. Πατσαντάρας, τσέλιγκας στον Παρνασσό, είχε τη στρούγκα του τα καλοκαίρια και το κονάκι του στην κόψη του βράχου, με σκαλισμένα τα αρχικά των πατεράδων μας στο βράχο.

«Να πιούμε νερό από τη Βρωμόβρυση, φέτος!» Αυτό ήταν το στοίχημα. Ρίξαμε τον κουβά στο πηγάδι, που είχαν φτιάξει οι τσελιγκάδες τότε στην κορυφή σχεδόν του Παρνασσού και ήπιαμε το κρούσταλλο νερό από τα σωθικά του. Έξι μέτρα βάθος έχει το πηγάδι και είναι περίτεχνα φτιαγμένο με ξερολιθιά. Λαμπύριζε ο ήλιος στα σπλάχνα του και εμείς ρίχναμε τον κουβά και όλο πίναμε λες και δεν είχε χορτασμό αυτό το νερό! Ξεναγός μας στα λημέρια των παππούδων μας ο τωρινός ένοικος της στρούγκας, ο τελευταίος των «Μοϊκανών» τσελιγκάδων σ΄αυτά τα λημέρια, Χρήστος Κοκκοβός με τον γιό του τον Παναγιώτη.

«Σας περίμενα μας είπε, μόλις μας είδε να ανηφορίζουμε, γιατί σήμερα το βράδυ στον ύπνο μου είδα την Νονά μου (την αείμνηστη μητέρα μου, που τον είχε βαφτίσει), ότι είχε έρθει στο παλιό μας σπίτι και στεκόταν στην πόρτα». Λένε πως είναι αλαφροῒσκιωτοι οι ξωτάρηδες στα βουνά, αλλά τα λόγια αυτά ειπωμένα έτσι απλά και για καλωσόρισμα, έδωσαν τον τόνο στην επίσκεψη και μας κατασυγκίνησαν… Κάποιοι «παλιοί» απόντες, λοιπόν, μας οδήγησαν να πάμε εκεί για φέτος, είπαμε.

Μας μάλωσε που δεν τον είχαμε ειδοποιήσει για να κάνει το «κουμάντο» του, αλλά τα όσα είχε στο κονάκι του και τα όσα φέραμε μαζί μας στα σακίδια δεν είχε χώρο το τραπέζι να τα χωρέσει. Ντομάτες, αγγούρια και σταφύλια από το περιβόλι του Γιάννη, του πρωτοξάδερφου, που έχει και το όνομα του παππού μας, σταρένια παξιμάδια από τη Δεσφίνα, φέτα Παρνασσού και από μια ρουφηξιά κοκκινέλι, με ένα μεζέ από τη στρούγκα, έ, τι άλλο να επιθυμήσεις, εκεί στον τόπο που τον πλαισιώνουν, έτσι κι αλλιώς, τόσες νοσταλγικές διηγήσεις από τα παλιά. Να μη ξεχάσω, όμως και το υπέροχο ραβανί, της καινούργιας συμπεθέρας μας, Ελένης, που μας το έστειλε να μας γλυκάνει.

«Πέρδικα, λέγαν την γιαγιά σας, οι άλλοι τσοπαναραίοι, γιατί είχε όμορφα μάτια και πλουμιστά και Περιστέρα την αδελφή της, που πήρε τον Βελόνη», μας πληροφόρησε ο Χρήστος που ξέρει την κάθε πέτρα στον Παρνασσό και οι ιστορίες του για τα περασμένα δεν είχαν τελειωμό. Χαιρόταν να μας τα διηγείται κι εμείς δεν χορταίναμε να τον ακούμε.

Έβγαλε ο πρωτοξάδερφος τον σουγιά που είχε σκαλίσει ο παππούς μας περίτεχνα επάνω σε κέρατο και τον έδωσε επί τόπου αναμνηστικό στον αδελφό μου. Έναν παρόμοιο κράτησε για τον εαυτό του. Τους θυμηθήκαμε όλους τους «παλιούς», τους μελετήσαμε και ευχαριστήσαμε τον Θεό, που μας αξίωσε να βρεθούμε όλοι μαζί (όσοι μπορέσαμε) στον τόπο που έζησαν και κράτησαν ψηλά το όνομα.

Πέρα όμως από το νοσταλγικό και «μνημοσυνιακό» μέρος της εξόρμησης για φέτος, μείναμε όλοι μας με το στόμα ανοιχτό από τη φύση που αντικρύζαμε γύρω μας. Ο Θεός και Δημιουργός μας, χωρίς φειδώ, προίκισε αυτόν τον τόπο με το κατιτίς παραπάνω. Φτάσαμε πάνω από τα 2.000 μέτρα ύψος και οι άγριες ορχιδέες μας έδειχναν ακόμα τον ανθό τους κάτω στη γη, ενώ στο απέραντο γαλάζιο από πάνω μας, οκτώ αετοί μας καλωσόριζαν στα απάτητα λημέρια τους από ψηλά. Τρεις-τέσσερες περδικούλες έφυγαν μπροστά από πόδια μας, καθώς ανεβαίναμε στα δύσβατα μονοπάτια, ενώ οι μαύρες πεταλούδες του Παρνασσού δεν έδειχναν να ενοχλούνται. Σμήνος πετούσαν γύρω μας, σαν νάταν οι ψυχούλες όλων των προγόνων μας και των άλλων βουνίσιων που έζησαν εκεί. Ευλογημένος τόπος! Βρήκαμε ένα κλωνάρι τσάϊ Παρνασσού και μεθύσαμε στο άρωμά του, καθώς το περνούσαμε από χέρι σε χέρι. Ένα γεράκι-πετρίτης πετούσε από βράχο σε βράχο, πριν χαθεί από τα μάτια μας. Ανεβαίνοντας, στα δεξιά μας και σ΄ όλη τη διαδρομή, πιάτο μπροστά μας ο Κορινθιακός, από τη μια άκρη του μέχρι την άλλη, σα λίμνη γλυκόστρωτη. Η ορατότητα ήταν ιδιαίτερα καλή και βλέπαμε μέχρι πέρα τα βουνά της Πελοποννήσου. Και πιο κοντά, οι πλαγιές από το Ξεροβούνι, σαν «αλεποουρές», κατά που τις έβλεπε και ο Σεφέρης, όταν το 1935 περιδιάβαινε στα μέρη μας και έγραφε τις εντυπώσεις του στο «Μέρες Γ΄», σελ. 16-17: «Σάββατο, 27 Απρίλη, Αράχωβα. Πλαγιές με μικροσκοπικά κλήματα, σαν ουρές αλεπούς, που ξετρυπώνουν στην κατηφοριά. Πάνω από το χωριό οι ράχες του Παρνασσού με λάκκους και χαραματιές γεμάτες χιόνι, απρόσωπο, αφηρημένο… Γυναίκες με μάτια έξυπνα. Θαυμάσια ομιλία, νιώθει κανείς πως βρίσκεται σε μια κοιτίδα της ελληνικής γλώσσας».

Κοντά στη στρούγκα εκεί που την Άνοιξη φυτρώνει άγριο σπανάκι μας περίμεναν τα καγίλια (οι άγριες τσουκνίδες του Παρνασσού), που φύτρωσαν και το κατακαλόκαιρο φέτος, μετά τις βροχές της περασμένης εβδομάδας. Σταθήκαμε τυχεροί και σ΄ αυτό. Τα μάζεψε ο αδελφός μου με σπουδή αψηφώντας το τσούξιμο στα χέρια… Θα είναι το βραδινό μας, όλης της συντροφιάς, που είπαμε για να κλείσουμε τη μέρα να βρεθούμε το βραδάκι στην αυλή του πατρικού, να πιούμε μια κούπα από το ζουμί τους και να ανακεφαλαιώσουμε.

Του χρόνου ποιος ξέρει κατά πού θα μας πάει η νοσταλγία …

No tags