[whohit]Main[/whohit]

From Brussels With Love | Blog

Archive for August 18th, 2017

Aug/17

18

Χάσμα γενεών

Αυτό το καλοκαίρι στην Ελλάδα με την σχετική «οδύνη» βέβαια συνειδητοποίησα, ότι τελικά πέρασα στην άλλη όχθη. Από καιρό κάποια πράγματα μου χτυπούσαν στο μάτι, αλλά σιωπούσα. Με κάποια προσπάθεια βέβαια, αλλά σχεδόν πάντα το κατάφερνα μέχρι τώρα να προσπερνώ κάποια, για μένα, αυτονόητα. Ότι, για παράδειγμα, τα μικρά παιδάκια πρέπει να είναι στο κρεβατάκι τους μετά τα μεσάνυχτα και όχι να τριγυρνούν στην πλατεία του χωριού τσιρίζοντας, επειδή οι γονείς δεν λένε να πάνε σπίτι τους.

Σε μια εξαιρετική περίπτωση, υπό όρους, θα είχα κατανόηση. Αλλά και για τις εξαιρετικές περιπτώσεις έχω αρχίσει να αμφιβάλω τελευταίως. Γιατί θα πρέπει δηλαδή όλα αυτά τα βιολιά και τα κλαρίνα του Δεκαπενταύγουστου να αρχίζουν στις δέκα το βράδυ και να τελειώνουν τα χαράματα; Δεν μιλάω για την εκάστοτε μουσική παλέτα, αυτό είναι θέμα γούστου και το σέβομαι. Αλλά η ένταση και η διάρκεια και ο τόπος -στην κεντρική πλατεία του χωριού- δείχνει τον πολιτισμό μιας τοπικής κοινωνίας και τον σεβασμό προς τον άλλον, που δίπλα είναι τυχόν στο κρεβάτι του πόνου ή θρηνεί απώλεια. Αλλά η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει και μένα να με ρίξει στην αντίπερα όχθη του χάσματος είναι το εξής περιστατικό:

Περιποιόμουν την άρρωστη μητέρα μου και ένας σφόδρα ενοχλητικός ήχος με απορροφούσε από την δουλειά μου. Κάτι σα μηχανάκι, αλλά πιο έντονος και διακεκομμένος. Άρχιζε από την κάτω πλατεία, έκανε τον κύκλο στην επάνω πλατεία, περνούσε μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο και πατώντας άτσαλα γκάζι έτρεχε του σκοτωμού την κατηφόρα και πάλι από την αρχή. Έχει σημασία να τονίσω, ότι στην επάνω πλατεία είναι το ταχυδρομείο και κάποια άλλα καταστήματα και ότι η ανηφόρα είναι άνοδος και μόνο για όποιον έρχεται από τον κεντρικό δρόμο. Ε, αυτή την ανηφόρα-μονόδρομο, ο μυστηριώδης «θόρυβος» την κατέβαινε κάθε φορά με φόρα…

Η περιέργειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο, η μύτη μου διαμαρτυρόταν για το καυσαέριο και η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Βγήκα να δω, τι γίνεται. Εκείνη τη στιγμή κατέβαινε και πάλι σαν σίφουνας ένας πεντάχρονος μπόμπιρας «οδηγώντας» μια γουρούνα, απ΄ αυτές τις γνωστές που οδηγούν οι μεγάλοι, αλλά σε παιδική εκδοχή και χωρίς κράνος. Στο τέλος της κάτω πλατείας και στην αρχή του δρόμου είδα να στέκονται πέντε-έξι άτομα και να παρακολουθούν με καμάρι τα επιτεύγματα του μικρού. «Ρε μπαγάσα, για βάλτην πάλι μπρος μόνος σου, να δούμε ξέρεις;», άκουσα τον έναν να διατάζει τον μικρό. Ήταν δώρο του θείου του μου είπαν και την δοκίμαζε ο μικρός για πρώτη φορά. «Μια χαρά τα πάει», είπε ένας από τους μεγάλους, «να τον γράψεις στα αγωνιστικά» και σας βεβαιώ ότι το εννοούσε.
Προσπερνάω την ηλικία του μικρού, προσπερνάω την απουσία κράνους, προσπερνάω την παντελή έλλειψη «οδικής» συμπεριφοράς του παιδιού -ποιός να του την μάθαινε;- κατεβαίνοντας με φόρα έναν πολυσύχναστο εκείνη τη στιγμή μονόδρομο για πολλοστή φορά, όπως και την σοκαριστική για μένα αδιαφορία του περίγυρου. «Είναι ο πατέρας του μπροστά, τι ασχολείσαι;» μου απάντησαν βαριεστημένα … Ο οποίος πατέρας πήρε τον λόγο για να μου επισημάνει, ότι εφόσον ήταν εκείνος εκεί, ήταν δυνατό να άφηνε αυτοκίνητο να ανέβαινε, όταν κατέβαινε ο γιός του από την επάνω πλατεία σε αντίθετο ρεύμα; Ποιά θα ήταν η αντίδραση του μικρού, αν ξέφευγε κανένα αυτοκίνητο από τον αυτοδιορισμένο τροχονόμο-πατέρα και βρισκόταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί του, ούτε που ήθελα να το σκεφτώ εκείνη τη στιγμή …

Κάτι ανέφερα για εγκληματική συμπεριφορά των μεγάλων και πρότεινα να του πάρουν καλύτερα ένα ποδηλατάκι για την ηλικία του. Έχει δύο μου απάντησαν, αλλά η γουρούνα είναι το κάτι άλλο.
«Ξέρεις πόσο κάνει αυτή;» με ρώτησαν με υπεροψία. Δεν ήξερα, αλλά στο σπίτι ενημερώθηκα από το ιντερνέτ, που όλα τα βγάζει στη φόρα. Κι αυτά στην Ελλάδα της κρίσης, που τελικά κάθε άλλο από οικονομική είναι – σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον.

Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να χαρώ με τον μπόμπιρα και τα κατορθώματά του, σαν παιδί. Γιατί θα έπρεπε να πρωτοστατήσει η λογική του ενήλικα;

Έτσι φέτος είπα τελεσίδικα αντίο στα ανέμελα παιδικά μου καλοκαίρια. Τότε που ανεβαίναμε στην κορομηλιά του γείτονα, μεσημεριάτικα και όταν όλοι οι μεγάλοι έπαιρναν τον υπνάκο τους, για να φάμε τα άγουρα ακόμη κορόμηλα. Σκοτωνόμασταν να κατέβουμε, αν τυχόν μας έπαιρνε είδηση. Αυτό, όμως ήταν το κλου της υπόθεσης. Τα στραμπουλήγματα στα πόδια και στα χέρια ήταν στην ημερησία διάταξη, αλλά τουλάχιστον δεν είμασταν δημόσιος κίνδυνος.

No tags